1. Λέξη
    παρασημοφορημένος (επίθετο) - (παρόμοια: παρατημένος)
  2. Συνώνυμα
    • διακριτικός
    • τιμημένος
    • επίσημος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατίμητος
    • αδιάκριτος
    • μη αναγνωρισμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει λάβει παράσημο ή τιμητική διάκριση
    • που έχει τιμηθεί για τις υπηρεσίες ή τα επιτεύγματά του
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατηγός ήταν παρασημοφορημένος για τη δράση του στον πόλεμο.
    • Η καλλιτέχνιδα παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
    2