Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρασημοφορημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
παρατημένος
)
Συνώνυμα
διακριτικός
τιμημένος
επίσημος
3
Αντώνυμα
ατίμητος
αδιάκριτος
μη αναγνωρισμένος
3
Ορισμός
που έχει λάβει παράσημο ή τιμητική διάκριση
που έχει τιμηθεί για τις υπηρεσίες ή τα επιτεύγματά του
2
Παραδείγματα
Ο στρατηγός ήταν παρασημοφορημένος για τη δράση του στον πόλεμο.
Η καλλιτέχνιδα παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
2