Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρενόχληση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ενόχληση
-
παράκληση
-
παρεξήγηση
)
Συνώνυμα
ενοχλητικότητα
παρεμβολή
παρεμπόδιση
3
Αντώνυμα
ανάπαυση
ηρεμία
ανακούφιση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η κατάσταση της ενοχλητικής παρουσίας ή επίδρασης σε κάποιον ή κάτι.
Η δυσάρεστη ή ενοχλητική παρέμβαση στην ησυχία ή στις δραστηριότητες κάποιου.
2
Παραδείγματα
Η συνεχής παρενόχληση από τους γείτονες του έκανε τη ζωή του δύσκολη.
Η παρενόχληση στο χώρο εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.
2