1. Λέξη
    παρενόχληση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ενόχληση - παράκληση - παρεξήγηση)
  2. Συνώνυμα
    • ενοχλητικότητα
    • παρεμβολή
    • παρεμπόδιση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανάπαυση
    • ηρεμία
    • ανακούφιση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η κατάσταση της ενοχλητικής παρουσίας ή επίδρασης σε κάποιον ή κάτι.
    • Η δυσάρεστη ή ενοχλητική παρέμβαση στην ησυχία ή στις δραστηριότητες κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συνεχής παρενόχληση από τους γείτονες του έκανε τη ζωή του δύσκολη.
    • Η παρενόχληση στο χώρο εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.
    2