1. Λέξη
    πατούσα (ρήμα) - (παρόμοια: παρούσα)
  2. Συνώνυμα
    • περπατούσα
    • διαβαίνω
    • πηγαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • καθόμαι
    • ακινητώ
    3
  4. Ορισμός
    • Προχωρώ βηματίζοντας με τα πόδια.
    • Κινούμαι με βήμα σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
    • Βηματίζω με αργό ή τακτικό ρυθμό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πατούσα προσεκτικά στο βρεγμένο πάτωμα.
    • Κάθε πρωί πατούσα στο πάρκο για να χαλαρώσω.
    • Πατούσα γρήγορα για να προλάβω το λεωφορείο.
    3