Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατούσα (ρήμα) - (παρόμοια:
παρούσα
)
Συνώνυμα
περπατούσα
διαβαίνω
πηγαίνω
3
Αντώνυμα
σταματώ
καθόμαι
ακινητώ
3
Ορισμός
Προχωρώ βηματίζοντας με τα πόδια.
Κινούμαι με βήμα σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Βηματίζω με αργό ή τακτικό ρυθμό.
3
Παραδείγματα
Πατούσα προσεκτικά στο βρεγμένο πάτωμα.
Κάθε πρωί πατούσα στο πάρκο για να χαλαρώσω.
Πατούσα γρήγορα για να προλάβω το λεωφορείο.
3