Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παυσίπονο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράπονο
)
Συνώνυμα
αναλγητικό
καταπραϋντικό
φάρμακο για τον πόνο
3
Αντώνυμα
ενισχυτικό
διεγερτικό
2
Ορισμός
Φάρμακο που χρησιμοποιείται για την ανακούφιση ή την εξάλειψη του πόνου.
Ουσία ή μέθοδος που βοηθά στη μείωση ή στην καταπολέμηση του πόνου.
2
Παραδείγματα
Πήρα ένα παυσίπονο γιατί πονούσε το κεφάλι μου.
Ο γιατρός του συνέστησε να πάρει παυσίπονο για τις πόνους στην πλάτη.
2