1. Λέξη
    παυσίπονο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παράπονο)
  2. Συνώνυμα
    • αναλγητικό
    • καταπραϋντικό
    • φάρμακο για τον πόνο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενισχυτικό
    • διεγερτικό
    2
  4. Ορισμός
    • Φάρμακο που χρησιμοποιείται για την ανακούφιση ή την εξάλειψη του πόνου.
    • Ουσία ή μέθοδος που βοηθά στη μείωση ή στην καταπολέμηση του πόνου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πήρα ένα παυσίπονο γιατί πονούσε το κεφάλι μου.
    • Ο γιατρός του συνέστησε να πάρει παυσίπονο για τις πόνους στην πλάτη.
    2