1. Λέξη
    παύσουν (ρήμα) - (παρόμοια: πατήσουν)
  2. Συνώνυμα
    • σταματούν
    • διακόπτουν
    • τερματίζουν
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκινούν
    • συνεχίζουν
    • επιμένουν
    3
  4. Ορισμός
    • Να βάλουν τέλος σε μια ενέργεια ή κατάσταση.
    • Να διακόψουν μια διαδικασία ή δραστηριότητα.
    • Να τερματίσουν μια συνέχεια ή εξέλιξη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι βροχές θα παύσουν το απόγευμα.
    • Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να παύσουν τον θόρυβο.
    • Οι εργασίες θα παύσουν προσωρινά λόγω των καιρικών συνθηκών.
    3