Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παύσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
πατήσουν
)
Συνώνυμα
σταματούν
διακόπτουν
τερματίζουν
3
Αντώνυμα
ξεκινούν
συνεχίζουν
επιμένουν
3
Ορισμός
Να βάλουν τέλος σε μια ενέργεια ή κατάσταση.
Να διακόψουν μια διαδικασία ή δραστηριότητα.
Να τερματίσουν μια συνέχεια ή εξέλιξη.
3
Παραδείγματα
Οι βροχές θα παύσουν το απόγευμα.
Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να παύσουν τον θόρυβο.
Οι εργασίες θα παύσουν προσωρινά λόγω των καιρικών συνθηκών.
3