1. Λέξη
    πεθάνω (ρήμα) - (παρόμοια: πεθαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • αποθνήσκω
    • ξεψυχώ
    • τελειώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζω
    • γεννιέμαι
    • επιβιώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να σταματήσει να υπάρχει η ζωή κάποιου ή κάτι.
    • Να χάσει τη ζωή, να φτάσει στο θάνατο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου πέθανε πέρυσι.
    • Τα λουλούδια πεθαίνουν χωρίς νερό.
    2