Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειθαρχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πειθαρχικός
)
Συνώνυμα
υπακοή
υποταγή
πειθώ
3
Αντώνυμα
ανυπακοή
ανυποταγή
ανταρσία
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να υπακούει κανείς στις εντολές ή τις οδηγίες κάποιου άλλου.
Η τήρηση των κανόνων και των νόμων από ένα άτομο ή μια ομάδα.
2
Παραδείγματα
Η πειθαρχία είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία μιας οργάνωσης.
Οι μαθητές έδειξαν μεγάλη πειθαρχία κατά τη διάρκεια της άσκησης.
2