1. Λέξη
    πειθαρχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πειθαρχικός)
  2. Συνώνυμα
    • υπακοή
    • υποταγή
    • πειθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανυπακοή
    • ανυποταγή
    • ανταρσία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να υπακούει κανείς στις εντολές ή τις οδηγίες κάποιου άλλου.
    • Η τήρηση των κανόνων και των νόμων από ένα άτομο ή μια ομάδα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πειθαρχία είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία μιας οργάνωσης.
    • Οι μαθητές έδειξαν μεγάλη πειθαρχία κατά τη διάρκεια της άσκησης.
    2