1. Λέξη
    περίπλοκος (επίθετο) - (παρόμοια: περίπατος - περίπολος - πολύπλοκος - περίπου)
  2. Συνώνυμα
    • πολύπλοκος
    • δύσκολος
    • μπερδεμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλός
    • εύκολος
    • ξεκάθαρος
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από πολλές λεπτομέρειες ή συνθήκες που τον κάνουν δύσκολο να κατανοηθεί ή να λυθεί.
    • Που περιλαμβάνει πολλά στάδια ή στοιχεία, με αποτέλεσμα να είναι πολύπλοκος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η περίπλοκη διαδικασία έκανε πολλούς να απογοητευτούν.
    • Το πρόβλημα ήταν τόσο περίπλοκο που χρειάστηκε η βοήθεια ειδικού.
    2