1. Λέξη
    περίπτερο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: περίπτωση - περίπου - περισσότερο)
  2. Συνώνυμα
    • κιόσκι
    • παντοπωλείο
    • καταστήματακι
    3
  3. Αντώνυμα
    • μεγάλο κατάστημα
    • σουπερμάρκετ
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό καταστήματακι, συνήθως σε δημόσιο χώρο, που πουλάει εφημερίδες, τσιγάρα και άλλα μικροπράγματα.
    • Κατασκευή που μοιάζει με μικρό κτίριο ή αίθουσα, συχνά σε πάρκα ή δημόσιους χώρους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αγόρασα μια εφημερίδα από το περίπτερο στην πλατεία.
    • Το περίπτερο στο πάρκο είναι ανοιχτό όλο το 24ωρο.
    2