Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περίπτερο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
περίπτωση
-
περίπου
-
περισσότερο
)
Συνώνυμα
κιόσκι
παντοπωλείο
καταστήματακι
3
Αντώνυμα
μεγάλο κατάστημα
σουπερμάρκετ
2
Ορισμός
Μικρό καταστήματακι, συνήθως σε δημόσιο χώρο, που πουλάει εφημερίδες, τσιγάρα και άλλα μικροπράγματα.
Κατασκευή που μοιάζει με μικρό κτίριο ή αίθουσα, συχνά σε πάρκα ή δημόσιους χώρους.
2
Παραδείγματα
Αγόρασα μια εφημερίδα από το περίπτερο στην πλατεία.
Το περίπτερο στο πάρκο είναι ανοιχτό όλο το 24ωρο.
2