1. Λέξη
    περίφημος (επίθετο) - (παρόμοια: περίοδος)
  2. Συνώνυμα
    • διασημος
    • επιφανης
    • ξακουστος
    3
  3. Αντώνυμα
    • άγνωστος
    • αφανής
    • ασημαντος
    3
  4. Ορισμός
    • Που είναι γνωστός και αναγνωρίζεται από πολλούς για τις ικανότητές του, τα επιτεύγματά του ή την ποιότητά του.
    • Που έχει κερδίσει φήμη και αναγνώριση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο περίφημος ζωγράφος έγραψε ιστορία με τα έργα του.
    • Η πόλη είναι γνωστή για τον περίφημο αρχαιολογικό της χώρο.
    2