Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περίφημος (επίθετο) - (παρόμοια:
περίοδος
)
Συνώνυμα
διασημος
επιφανης
ξακουστος
3
Αντώνυμα
άγνωστος
αφανής
ασημαντος
3
Ορισμός
Που είναι γνωστός και αναγνωρίζεται από πολλούς για τις ικανότητές του, τα επιτεύγματά του ή την ποιότητά του.
Που έχει κερδίσει φήμη και αναγνώριση.
2
Παραδείγματα
Ο περίφημος ζωγράφος έγραψε ιστορία με τα έργα του.
Η πόλη είναι γνωστή για τον περίφημο αρχαιολογικό της χώρο.
2