1. Λέξη
    περιεκτικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πραγματικότητα)
  2. Συνώνυμα
    • πληρότητα
    • συμπεριληπτικότητα
    • ολοκληρωτικότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατέλεια
    • ελλιπής περιγραφή
    • μερικότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να περιλαμβάνει όλα τα σχετικά στοιχεία ή πληροφορίες.
    • Το βαθμός στον οποίο κάτι καλύπτει όλες τις πτυχές ενός θέματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η περιεκτικότητα της έκθεσης ήταν εντυπωσιακή, αφού κάλυπτε κάθε πτυχή του προβλήματος.
    • Ένα βιβλίο με μεγάλη περιεκτικότητα προσφέρει στους αναγνώστες μια ολοκληρωμένη εικόνα.
    2