1. Λέξη
    πιστοποιητικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ποιητικός - ανοσοποιητικό - πιστοποίηση)
  2. Συνώνυμα
    • βεβαίωση
    • πιστοποίηση
    • απόδειξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναξιοπιστία
    • απιστία
    2
  4. Ορισμός
    • Έγγραφο που επιβεβαιώνει την αλήθεια ή την εγκυρότητα κάποιου γεγονότος ή πληροφορίας.
    • Έγγραφο που αποδεικνύει την ικανότητα ή τα προσόντα κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρειάζομαι ένα πιστοποιητικό γέννησης για να κάνω την αίτησή μου.
    • Το πιστοποιητικό γλωσσικής επάρκειας ήταν απαραίτητο για τη συμμετοχή στο σεμινάριο.
    2