Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιστοποιητικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ποιητικός
-
ανοσοποιητικό
-
πιστοποίηση
)
Συνώνυμα
βεβαίωση
πιστοποίηση
απόδειξη
3
Αντώνυμα
αναξιοπιστία
απιστία
2
Ορισμός
Έγγραφο που επιβεβαιώνει την αλήθεια ή την εγκυρότητα κάποιου γεγονότος ή πληροφορίας.
Έγγραφο που αποδεικνύει την ικανότητα ή τα προσόντα κάποιου.
2
Παραδείγματα
Χρειάζομαι ένα πιστοποιητικό γέννησης για να κάνω την αίτησή μου.
Το πιστοποιητικό γλωσσικής επάρκειας ήταν απαραίτητο για τη συμμετοχή στο σεμινάριο.
2