1. Λέξη
    πλατύς (επίθετο) - (παρόμοια: πλατό - πλατεία)
  2. Συνώνυμα
    • ευρύς
    • εκτεταμένος
    • μεγάλος
    3
  3. Αντώνυμα
    • στενός
    • λεπτός
    • συμπιεσμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μεγάλο πλάτος σε σχέση με το μήκος του
    • που καλύπτει μεγάλη έκταση
    • που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία ή ευελιξία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν πλατύς και άνετος για πεζούς και οχήματα.
    • Η πλατιά γνώση του σε διάφορα θέματα τον έκανε ιδανικό για τη θέση.
    • Έχει πλατιά άποψη για τη ζωή, πιστεύοντας στην ελευθερία και τη δημιουργικότητα.
    3