1. Λέξη
    πληρώθηκες (ρήμα) - (παρόμοια: πληρώ - πληρώσω - πληρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • εξοφλήθηκες
    • εκπληρώθηκες
    • καταβλήθηκες
    3
  3. Αντώνυμα
    • χρωστάς
    • οφείλεις
    2
  4. Ορισμός
    • Έλαβες την οικονομική ή ηθική ανταμοιβή που σου άξιζε.
    • Τελείωσες μια υποχρέωση ή μια δέσμευση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τελικά πληρώθηκες για τη δουλειά που έκανες;
    • Μετά από τόσα χρόνια, πληρώθηκες για τις κακές πράξεις σου.
    2