Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληρώθηκες (ρήμα) - (παρόμοια:
πληρώ
-
πληρώσω
-
πληρώνω
)
Συνώνυμα
εξοφλήθηκες
εκπληρώθηκες
καταβλήθηκες
3
Αντώνυμα
χρωστάς
οφείλεις
2
Ορισμός
Έλαβες την οικονομική ή ηθική ανταμοιβή που σου άξιζε.
Τελείωσες μια υποχρέωση ή μια δέσμευση.
2
Παραδείγματα
Τελικά πληρώθηκες για τη δουλειά που έκανες;
Μετά από τόσα χρόνια, πληρώθηκες για τις κακές πράξεις σου.
2