Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλιγούρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παγούρι
-
γούρι
)
Συνώνυμα
σιτάρι
σταριού
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Το σιτάρι που έχει αλέσει και χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού ή άλλων προϊόντων.
Το προϊόν που προκύπτει από την άλεση του σιταριού.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά χρησιμοποιεί πλιγούρι για να φτιάξει τον παραδοσιακό χωριάτικο ψωμί.
Το πλιγούρι είναι βασικό συστατικό σε πολλές συνταγές της μεσογειακής διατροφής.
2