1. Λέξη
    πλιγούρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παγούρι - γούρι)
  2. Συνώνυμα
    • σιτάρι
    • σταριού
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Το σιτάρι που έχει αλέσει και χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού ή άλλων προϊόντων.
    • Το προϊόν που προκύπτει από την άλεση του σιταριού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά χρησιμοποιεί πλιγούρι για να φτιάξει τον παραδοσιακό χωριάτικο ψωμί.
    • Το πλιγούρι είναι βασικό συστατικό σε πολλές συνταγές της μεσογειακής διατροφής.
    2