Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πνιγούμε (ρήμα) - (παρόμοια:
πούμε
)
Συνώνυμα
ασφυκτιώ
πνίγομαι
αποπνίγομαι
3
Αντώνυμα
αναπνέω
ζω
2
Ορισμός
Να μην μπορείς να αναπνεύσεις επαρκώς, συνήθως λόγω έλλειψης αέρα ή επειδή κάτι εμποδίζει την αναπνοή σου.
Να βρίσκεσαι σε κατάσταση δυσκολίας ή αδιεξόδου.
2
Παραδείγματα
Πνιγούμε στη δουλειά και δεν έχουμε χρόνο για τίποτα άλλο.
Όταν έπεσε στο νερό, άρχισε να πνιγούμε.
2