1. Λέξη
    πολιορκία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πολιτεία)
  2. Συνώνυμα
    • πολιορκία
    • αποκλεισμός
    • περιχαράκωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθέρωση
    • άνοιγμα
    • αποκλεισμός
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πολιορκώ, δηλαδή η περικύκλωση μιας πόλης ή φρουρίου με στρατιωτικές δυνάμεις για να αναγκαστεί η παράδοσή της.
    • Μεταφορικά, η συνεχής και έντονη πίεση ή παρενόχληση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πολιορκία της Τροίας κράτησε δέκα χρόνια.
    • Η πόλη υπέστη σκληρή πολιορκία πριν παραδοθεί.
    2