Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολιορκία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πολιτεία
)
Συνώνυμα
πολιορκία
αποκλεισμός
περιχαράκωση
3
Αντώνυμα
απελευθέρωση
άνοιγμα
αποκλεισμός
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πολιορκώ, δηλαδή η περικύκλωση μιας πόλης ή φρουρίου με στρατιωτικές δυνάμεις για να αναγκαστεί η παράδοσή της.
Μεταφορικά, η συνεχής και έντονη πίεση ή παρενόχληση.
2
Παραδείγματα
Η πολιορκία της Τροίας κράτησε δέκα χρόνια.
Η πόλη υπέστη σκληρή πολιορκία πριν παραδοθεί.
2