Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολτός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πολ
-
πολωνός
-
πολικός
)
Συνώνυμα
ψιλοκομμένος
τριμμένος
λεπτός
3
Αντώνυμα
ολόκληρος
αλέθωτος
χονδρός
3
Ορισμός
Είδος τροφής που έχει ψιλοκοπεί ή αλεσθεί σε λεπτά κομμάτια.
Υλικό που έχει υποστεί επεξεργασία για να γίνει πιο λεπτό.
2
Παραδείγματα
Ο πολτός τομάτας χρησιμοποιείται σε πολλές συνταγές.
Ο πολτός ξύλου χρησιμοποιείται για την παραγωγή χαρτιού.
2