1. Λέξη
    πολτός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πολ - πολωνός - πολικός)
  2. Συνώνυμα
    • ψιλοκομμένος
    • τριμμένος
    • λεπτός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ολόκληρος
    • αλέθωτος
    • χονδρός
    3
  4. Ορισμός
    • Είδος τροφής που έχει ψιλοκοπεί ή αλεσθεί σε λεπτά κομμάτια.
    • Υλικό που έχει υποστεί επεξεργασία για να γίνει πιο λεπτό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πολτός τομάτας χρησιμοποιείται σε πολλές συνταγές.
    • Ο πολτός ξύλου χρησιμοποιείται για την παραγωγή χαρτιού.
    2