1. Λέξη
    πολυαγαπημένος (επίθετο) - (παρόμοια: αγαπημένος - αγαπημένο)
  2. Συνώνυμα
    • αγαπημένος
    • πολυαγαπητός
    • πολυτιμημένος
    • πολυθαυμασμένος
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποδοκιμασμένος
    • μισούμενος
    • απεχθής
    3
  4. Ορισμός
    • Πολύ αγαπητός ή εκτιμώμενος από πολλούς.
    • Που έχει κερδίσει την αγάπη και την εκτίμηση πολλών ανθρώπων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πολυαγαπημένος καθηγητής μας αποχώρησε μετά από 30 χρόνια δουλειάς.
    • Αυτό το πολυαγαπημένο βιβλίο έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα.
    2