Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολυαγαπημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αγαπημένος
-
αγαπημένο
)
Συνώνυμα
αγαπημένος
πολυαγαπητός
πολυτιμημένος
πολυθαυμασμένος
4
Αντώνυμα
αποδοκιμασμένος
μισούμενος
απεχθής
3
Ορισμός
Πολύ αγαπητός ή εκτιμώμενος από πολλούς.
Που έχει κερδίσει την αγάπη και την εκτίμηση πολλών ανθρώπων.
2
Παραδείγματα
Ο πολυαγαπημένος καθηγητής μας αποχώρησε μετά από 30 χρόνια δουλειάς.
Αυτό το πολυαγαπημένο βιβλίο έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα.
2