Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολυκατάστημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατάστημα
-
υποκατάστημα
)
Συνώνυμα
εμπορικό κέντρο
ψιλικατζίδικο
κατάστημα
3
Αντώνυμα
μικρό κατάστημα
παραδοσιακό μαγαζί
2
Ορισμός
Μεγάλο κατάστημα που πουλάει πολλά είδη εμπορευμάτων.
Εμπορική επιχείρηση με μεγάλη επιφάνεια και ποικιλία προϊόντων.
2
Παραδείγματα
Το νέο πολυκατάστημα στο κέντρο της πόλης προσφέρει τα πάντα από ρούχα μέχρι ηλεκτρονικές συσκευές.
Στο πολυκατάστημα μπορείς να βρεις όλα όσα χρειάζεσαι για το σπίτι σου σε μια στάση.
2