Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ποσό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ποσότητα
)
Συνώνυμα
χρηματικό ποσό
ποσότητα
ποσάριο
3
Αντώνυμα
έλλειψη
απουσία
2
Ορισμός
Μια συγκεκριμένη ποσότητα χρημάτων ή άλλης ουσίας.
Το μέτρο ή η αξία κάποιου πράγματος σε αριθμούς.
2
Παραδείγματα
Το ποσό που χρειάζεται για την επισκευή του αυτοκινήτου είναι μεγάλο.
Πρέπει να υπολογίσεις το ακριβές ποσό των υλικών που θα χρειαστούν.
2