1. Λέξη
    ποσό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ποσότητα)
  2. Συνώνυμα
    • χρηματικό ποσό
    • ποσότητα
    • ποσάριο
    3
  3. Αντώνυμα
    • έλλειψη
    • απουσία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια συγκεκριμένη ποσότητα χρημάτων ή άλλης ουσίας.
    • Το μέτρο ή η αξία κάποιου πράγματος σε αριθμούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ποσό που χρειάζεται για την επισκευή του αυτοκινήτου είναι μεγάλο.
    • Πρέπει να υπολογίσεις το ακριβές ποσό των υλικών που θα χρειαστούν.
    2