Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προβολέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προβολή
)
Συνώνυμα
φωτιστικό
λαμπτήρας
πηγή φωτός
3
Αντώνυμα
σκοτάδι
σκότος
2
Ορισμός
Συσκευή που εκπέμπει φως, συνήθως μεγάλης έντασης.
Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τον φωτισμό μιας περιοχής ή ενός αντικειμένου.
Στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, η συσκευή που φωτίζει τη σκηνή.
3
Παραδείγματα
Ο προβολέας του αυτοκινήτου έσπασε και χρειάζεται αντικατάσταση.
Οι προβολείς του σταδίου φωτίζουν το γήπεδο κατά τη διάρκεια των νυχτερινών αγώνων.
Ο τεχνικός ρύθμισε τον προβολέα για να δείξει καλύτερα τον ηθοποιό στη σκηνή.
3