1. Λέξη
    προβολέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προβολή)
  2. Συνώνυμα
    • φωτιστικό
    • λαμπτήρας
    • πηγή φωτός
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκοτάδι
    • σκότος
    2
  4. Ορισμός
    • Συσκευή που εκπέμπει φως, συνήθως μεγάλης έντασης.
    • Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τον φωτισμό μιας περιοχής ή ενός αντικειμένου.
    • Στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, η συσκευή που φωτίζει τη σκηνή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο προβολέας του αυτοκινήτου έσπασε και χρειάζεται αντικατάσταση.
    • Οι προβολείς του σταδίου φωτίζουν το γήπεδο κατά τη διάρκεια των νυχτερινών αγώνων.
    • Ο τεχνικός ρύθμισε τον προβολέα για να δείξει καλύτερα τον ηθοποιό στη σκηνή.
    3