Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προμήνυμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μήνυμα
)
Συνώνυμα
προκαταβολή
προπληρωμή
καπάρωμα
3
Αντώνυμα
τελική πληρωμή
επιπλέον χρέωση
2
Ορισμός
Ποσό που καταβάλλεται εκ των προτέρων ως εγγύηση ή ως μέρος της συνολικής πληρωμής.
Προκαταβολή για την αγορά αγαθού ή υπηρεσίας.
2
Παραδείγματα
Το κατάστημα ζήτησε προμήνυμα για να κρατήσει το προϊόν.
Το προμήνυμα που έδωσε για το νέο του αυτοκίνητο ήταν το 20% της συνολικής αξίας.
2