Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προνομιούχος (ουσιαστικό)
Συνώνυμα
προικιούχος
εξουσιοδότης
προνομιούχος
3
Αντώνυμα
απρονοούμενος
αποκλεισμένος
αποστερημένος
3
Ορισμός
Πρόσωπο που έχει ειδικά δικαιώματα ή προνόμια.
Ατομο ή ομάδα που απολαμβάνει ειδικά πλεονεκτήματα ή δικαιώματα.
2
Παραδείγματα
Ο βασιλιάς ήταν ο κύριος προνομιούχος στην αρχαία κοινωνία.
Οι ευγενείς ήταν προνομιούχοι σε σχέση με τους απλούς πολίτες.
2