1. Λέξη
    προνομιούχος (ουσιαστικό)
  2. Συνώνυμα
    • προικιούχος
    • εξουσιοδότης
    • προνομιούχος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απρονοούμενος
    • αποκλεισμένος
    • αποστερημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που έχει ειδικά δικαιώματα ή προνόμια.
    • Ατομο ή ομάδα που απολαμβάνει ειδικά πλεονεκτήματα ή δικαιώματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βασιλιάς ήταν ο κύριος προνομιούχος στην αρχαία κοινωνία.
    • Οι ευγενείς ήταν προνομιούχοι σε σχέση με τους απλούς πολίτες.
    2