1. Λέξη
    προσπαθήσει (ρήμα) - (παρόμοια: προσπαθήσω - προσπαθώ - προσπαθούν)
  2. Συνώνυμα
    • δοκιμάσει
    • αγωνιστεί
    • πειραματιστεί
    3
  3. Αντώνυμα
    • παραιτηθεί
    • εγκαταλείψει
    • αποτύχει
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνει μια προσπάθεια να πετύχει κάτι.
    • Να δοκιμάσει να κάνει κάτι, συχνά με δυσκολία ή αντίσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα προσπαθήσει να φτάσει στην κορυφή του βουνού πριν το ηλιοβασίλεμα.
    • Προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα, αλλά χρειάστηκε περισσότερος χρόνος.
    2