Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσπαθήσει (ρήμα) - (παρόμοια:
προσπαθήσω
-
προσπαθώ
-
προσπαθούν
)
Συνώνυμα
δοκιμάσει
αγωνιστεί
πειραματιστεί
3
Αντώνυμα
παραιτηθεί
εγκαταλείψει
αποτύχει
3
Ορισμός
Να κάνει μια προσπάθεια να πετύχει κάτι.
Να δοκιμάσει να κάνει κάτι, συχνά με δυσκολία ή αντίσταση.
2
Παραδείγματα
Θα προσπαθήσει να φτάσει στην κορυφή του βουνού πριν το ηλιοβασίλεμα.
Προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα, αλλά χρειάστηκε περισσότερος χρόνος.
2