Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσποίηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προσωποποίηση
-
ποίηση
-
προειδοποίηση
-
παραποίηση
-
περιποίηση
-
πραγματοποίηση
-
πιστοποίηση
-
προσποιηθεί
)
Συνώνυμα
προσποίηση
προσποίηση
προσποίηση
προσποίηση
4
Αντώνυμα
ειλικρίνεια
απλότητα
ειλικρίνεια
απλότητα
4
Ορισμός
Η ενέργεια ή η ικανότητα κάποιου να δείχνει κάτι που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, συνήθως με σκοπό να εξαπατήσει ή να εντυπωσιάσει.
Η συμπεριφορά ή η έκφραση που δεν είναι γνήσια, αλλά υποκριτική.
2
Παραδείγματα
Η προσποίηση της ευγένειας του ήταν εμφανής σε όλους.
Με προσποίηση ενδιαφέροντος, προσπάθησε να κρύψει την ανία του.
2