1. Λέξη
    προτεστάντης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προστάτης)
  2. Συνώνυμα
    • επαναστάτης
    • διαμαρτυρόμενος
    2
  3. Αντώνυμα
    • παραδοσιακός
    • συντηρητικός
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που αντιτίθεται ή διαμαρτύρεται εναντίον κάποιου ή κάτι.
    • Μέλος μιας χριστιανικής εκκλησίας που προέκυψε από τη Μεταρρύθμιση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο προτεστάντης συμμετείχε στη διαδήλωση κατά της κυβερνητικής πολιτικής.
    • Ο προτεστάντης πίστευε στις αρχές της Μεταρρύθμισης.
    2