Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προτεστάντης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προστάτης
)
Συνώνυμα
επαναστάτης
διαμαρτυρόμενος
2
Αντώνυμα
παραδοσιακός
συντηρητικός
2
Ορισμός
Αυτός που αντιτίθεται ή διαμαρτύρεται εναντίον κάποιου ή κάτι.
Μέλος μιας χριστιανικής εκκλησίας που προέκυψε από τη Μεταρρύθμιση.
2
Παραδείγματα
Ο προτεστάντης συμμετείχε στη διαδήλωση κατά της κυβερνητικής πολιτικής.
Ο προτεστάντης πίστευε στις αρχές της Μεταρρύθμισης.
2