Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προϋπηρεσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπηρεσία
)
Συνώνυμα
προϋπηρεσία
προηγούμενη εργασία
προηγούμενη εμπειρία
3
Αντώνυμα
απροϋπόθετη εργασία
καθαρός πίνακας
2
Ορισμός
Η εργασιακή εμπειρία ή η θέση εργασίας που κάποιος έχει πριν από μια συγκεκριμένη θέση ή δουλειά.
Η προηγούμενη απασχόληση ή εμπειρία που απαιτείται για μια συγκεκριμένη θέση εργασίας.
2
Παραδείγματα
Για τη συγκεκριμένη θέση απαιτείται τουλάχιστον τριετής προϋπηρεσία στον τομέα.
Η προϋπηρεσία του σε παρόμοιες θέσεις τον έκανε ιδανικό υποψήφιο για τη δουλειά.
2