1. Λέξη
    προϋπηρεσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υπηρεσία)
  2. Συνώνυμα
    • προϋπηρεσία
    • προηγούμενη εργασία
    • προηγούμενη εμπειρία
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροϋπόθετη εργασία
    • καθαρός πίνακας
    2
  4. Ορισμός
    • Η εργασιακή εμπειρία ή η θέση εργασίας που κάποιος έχει πριν από μια συγκεκριμένη θέση ή δουλειά.
    • Η προηγούμενη απασχόληση ή εμπειρία που απαιτείται για μια συγκεκριμένη θέση εργασίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Για τη συγκεκριμένη θέση απαιτείται τουλάχιστον τριετής προϋπηρεσία στον τομέα.
    • Η προϋπηρεσία του σε παρόμοιες θέσεις τον έκανε ιδανικό υποψήφιο για τη δουλειά.
    2