Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πωλητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πωληθώ
)
Συνώνυμα
προμηθευτής
έμπορος
διανομέας
3
Αντώνυμα
αγοραστής
πελάτης
2
Ορισμός
Ο άνθρωπος που πουλάει αγαθά ή υπηρεσίες σε πελάτες.
Επαγγελματίας που ασχολείται με την πώληση προϊόντων.
2
Παραδείγματα
Ο πωλητής στο κατάστημα ήταν πολύ εξυπηρετικός.
Ο πωλητής αυτοκινήτων έκανε μια καλή προσφορά.
2