1. Λέξη
    ρίψη (ουσιαστικό)
  2. Συνώνυμα
    • πέταγμα
    • ρίξιμο
    • εκτόξευση
    3
  3. Αντώνυμα
    • λήψη
    • παραλαβή
    • συλλογή
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του να ρίχνεις κάτι με δύναμη στον αέρα ή προς μια κατεύθυνση.
    • Μεταφορικά, η απόρριψη ή η εγκατάλειψη κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γρίψη της μπάλας από τον παίκτη ήταν ακριβής.
    • Η γρίψη των παλιών του αναμνήσεων τον βοήθησε να προχωρήσει στη ζωή του.
    2