Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σάλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σάλιο
-
σάλιβαν
-
σάλα
-
σάλλυ
-
σάλιντζερ
)
Συνώνυμα
μπούκα
φούστα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Είδος ρούχου που φοριέται από γυναίκες, συνήθως φαρδύ και φτάνει μέχρι τα γόνατα ή κάτω.
Μακρύ ρούχο που φοριέται σε παραδοσιακές ενδυμασίες.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά μου φοράει πάντα ένα σάλι όταν πάει στην εκκλησία.
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, το σάλι αποτελεί μέρος της παραδοσιακής ενδυμασίας.
2