1. Λέξη
    σάλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σάλιο - σάλιβαν - σάλα - σάλλυ - σάλιντζερ)
  2. Συνώνυμα
    • μπούκα
    • φούστα
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Είδος ρούχου που φοριέται από γυναίκες, συνήθως φαρδύ και φτάνει μέχρι τα γόνατα ή κάτω.
    • Μακρύ ρούχο που φοριέται σε παραδοσιακές ενδυμασίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά μου φοράει πάντα ένα σάλι όταν πάει στην εκκλησία.
    • Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, το σάλι αποτελεί μέρος της παραδοσιακής ενδυμασίας.
    2