Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σαδιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βουδιστής
)
Συνώνυμα
τυραννικός
καταπιεστικός
σκληρός
3
Αντώνυμα
φιλάνθρωπος
ευγενικός
ελεήμων
3
Ορισμός
Πρόσωπο που απολαμβάνει να προκαλεί πόνο ή ταλαιπωρία σε άλλους, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά.
Πρόσωπο που ασκει σκληρή και καταπιεστική συμπεριφορά προς τους άλλους.
2
Παραδείγματα
Ο σαδιστής δάσκαλος απολάμβανε να τιμωρεί τους μαθητές του χωρίς λόγο.
Η σαδιστική συμπεριφορά του προκαλούσε φόβο στους γύρω του.
2