Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σαλάτα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σαλάμι
)
Συνώνυμα
χορτοσαλάτα
πράσινη σαλάτα
2
Αντώνυμα
κρέας
ψάρι
2
Ορισμός
Μια πιατέλα φαγητού που συνήθως αποτελείται από διάφορα λαχανικά, συχνά με προσθήκη σάλτσας.
Μια ποικιλία από φρέσκα λαχανικά, όπως μαρούλι, ντομάτες, αγγούρια, κ.ά., που σερβίρονται συνήθως κρύα.
2
Παραδείγματα
Σήμερα για μεσημεριανό είχαμε μια νόστιμη σαλάτα με ντομάτα και αγγούρι.
Η σαλάτα ήταν τόσο φρέσκια που έμοιαζε να έχει μόλις κοπεί από τον κήπο.
2