1. Λέξη
    σαλάτα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σαλάμι)
  2. Συνώνυμα
    • χορτοσαλάτα
    • πράσινη σαλάτα
    2
  3. Αντώνυμα
    • κρέας
    • ψάρι
    2
  4. Ορισμός
    • Μια πιατέλα φαγητού που συνήθως αποτελείται από διάφορα λαχανικά, συχνά με προσθήκη σάλτσας.
    • Μια ποικιλία από φρέσκα λαχανικά, όπως μαρούλι, ντομάτες, αγγούρια, κ.ά., που σερβίρονται συνήθως κρύα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σήμερα για μεσημεριανό είχαμε μια νόστιμη σαλάτα με ντομάτα και αγγούρι.
    • Η σαλάτα ήταν τόσο φρέσκια που έμοιαζε να έχει μόλις κοπεί από τον κήπο.
    2