Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σεξουαλικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σεξουαλικός
-
σεξουαλικά
)
Συνώνυμα
ερωτικότητα
σεξουαλικό βίωμα
ερωτική ζωή
3
Αντώνυμα
ασεξουαλικότητα
απροθυμία
2
Ορισμός
Το σύνολο των σεξουαλικών συμπεριφορών, επιθυμιών και ταυτοτήτων ενός ατόμου.
Η ικανότητα για σεξουαλικές εμπειρίες και η έκφραση του ερωτικού ενδιαφέροντος.
2
Παραδείγματα
Η σεξουαλικότητα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ανθρώπινης ταυτότητας.
Η έρευνα μελετά την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και τις διαφορετικές της εκφράσεις.
2