1. Λέξη
    σεξουαλικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σεξουαλικός - σεξουαλικά)
  2. Συνώνυμα
    • ερωτικότητα
    • σεξουαλικό βίωμα
    • ερωτική ζωή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασεξουαλικότητα
    • απροθυμία
    2
  4. Ορισμός
    • Το σύνολο των σεξουαλικών συμπεριφορών, επιθυμιών και ταυτοτήτων ενός ατόμου.
    • Η ικανότητα για σεξουαλικές εμπειρίες και η έκφραση του ερωτικού ενδιαφέροντος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σεξουαλικότητα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ανθρώπινης ταυτότητας.
    • Η έρευνα μελετά την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και τις διαφορετικές της εκφράσεις.
    2