1. Λέξη
    σκέτο (επίθετο) - (παρόμοια: σκέτος)
  2. Συνώνυμα
    • απλός
    • καθαρός
    • αμιγής
    3
  3. Αντώνυμα
    • μικτός
    • σύνθετος
    • πολυσύνθετος
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς προσθήκη άλλων στοιχείων ή υλικών.
    • Χωρίς διακόσμηση ή επιπλέον στοιχεία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ήπιε ένα σκέτο καφέ χωρίς ζάχαρη.
    • Η φούστα ήταν σκέτη, χωρίς καμία διακόσμηση.
    2