Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκέτο (επίθετο) - (παρόμοια:
σκέτος
)
Συνώνυμα
απλός
καθαρός
αμιγής
3
Αντώνυμα
μικτός
σύνθετος
πολυσύνθετος
3
Ορισμός
Χωρίς προσθήκη άλλων στοιχείων ή υλικών.
Χωρίς διακόσμηση ή επιπλέον στοιχεία.
2
Παραδείγματα
Ήπιε ένα σκέτο καφέ χωρίς ζάχαρη.
Η φούστα ήταν σκέτη, χωρίς καμία διακόσμηση.
2