Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκέφτεσαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σκέφτεστε
-
σκέφτομαι
)
Συνώνυμα
σκέπτεσαι
διανοείσαι
συλλογίζεσαι
3
Αντώνυμα
αγνοείς
αμελείς
αδιαφορείς
3
Ορισμός
Να χρησιμοποιείς το μυαλό σου για να εξετάσεις κάτι ή να φτάσεις σε ένα συμπέρασμα.
Να αναλογίζεσαι ή να σκέφτεσαι βαθιά για ένα θέμα.
2
Παραδείγματα
Σκέφτεσαι τι θα κάνεις το Σαββατοκύριακο;
Μην σκέφτεσαι τόσο πολύ, απλά δράσε.
2