Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοτάδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκοτ
-
σκοτία
)
Συνώνυμα
ζόφος
σκότος
νύχτα
3
Αντώνυμα
φως
φωτεινότητα
λαμπρότητα
3
Ορισμός
Η απουσία φωτός, η κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει φωτισμός.
Μεταφορικά, η έλλειψη γνώσης ή κατανόησης.
2
Παραδείγματα
Το σκοτάδι κατέβηκε πριν φτάσουμε στο σπίτι.
Η ψυχή του ήταν γεμάτη σκοτάδι και απελπισία.
2