1. Λέξη
    σκουπίδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκουπίζω - κουνουπίδι)
  2. Συνώνυμα
    • απορρίμματα
    • σκατά
    • σκουπίδια
    • αχρήστα
    4
  3. Αντώνυμα
    • καθαρότητα
    • τακτοποίηση
    • οργάνωση
    3
  4. Ορισμός
    • Απορρίμματα ή υλικά που δεν χρειάζονται πλέον και πετιούνται.
    • Κάτι που θεωρείται άχρηστο ή ανεπιθύμητο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πήγα να πετάξω τα σκουπίδια στον κάδο.
    • Η αδιαφορία του για το περιβάλλον τον έκανε να θεωρεί τα πάντα σκουπίδια.
    2