Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκουπίδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκουπίζω
-
κουνουπίδι
)
Συνώνυμα
απορρίμματα
σκατά
σκουπίδια
αχρήστα
4
Αντώνυμα
καθαρότητα
τακτοποίηση
οργάνωση
3
Ορισμός
Απορρίμματα ή υλικά που δεν χρειάζονται πλέον και πετιούνται.
Κάτι που θεωρείται άχρηστο ή ανεπιθύμητο.
2
Παραδείγματα
Πήγα να πετάξω τα σκουπίδια στον κάδο.
Η αδιαφορία του για το περιβάλλον τον έκανε να θεωρεί τα πάντα σκουπίδια.
2