Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκυλίσιος (επίθετο) - (παρόμοια:
σκυλί
)
Συνώνυμα
σκυλένιος
σκυλίσιος
σκυλοειδής
3
Αντώνυμα
ανθρώπινος
ευγενής
2
Ορισμός
Που αναφέρεται ή μοιάζει με σκύλο.
Που χαρακτηρίζεται από αγριότητα ή κτηνώδη συμπεριφορά.
2
Παραδείγματα
Η σκυλίσια πίστη του ήταν αξιοθαύμαστη.
Έδειξε σκυλίσια αγριότητα κατά τη διάρκεια της συμπλοκής.
2