Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σουτάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
σοκάρω
)
Συνώνυμα
ρίχνω
πετώ
εκτοξεύω
3
Αντώνυμα
πιάνω
κρατάω
συγκεντρώνω
3
Ορισμός
να εκτοξεύεις κάτι με δύναμη προς μια κατεύθυνση
να ρίχνεις μια μπάλα ή άλλο αντικείμενο με σκοπό να πετύχεις έναν στόχο
2
Παραδείγματα
Ο παίκτης σουτάρει τη μπάλα προς τα τέρμα.
Σουτάρω το χαρτί στο καλάθι.
2