1. Λέξη
    σουτάρω (ρήμα) - (παρόμοια: σοκάρω)
  2. Συνώνυμα
    • ρίχνω
    • πετώ
    • εκτοξεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • πιάνω
    • κρατάω
    • συγκεντρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • να εκτοξεύεις κάτι με δύναμη προς μια κατεύθυνση
    • να ρίχνεις μια μπάλα ή άλλο αντικείμενο με σκοπό να πετύχεις έναν στόχο
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παίκτης σουτάρει τη μπάλα προς τα τέρμα.
    • Σουτάρω το χαρτί στο καλάθι.
    2