1. Λέξη
    στάλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σάλα)
  2. Συνώνυμα
    • σταγόνα
    • λίγδα
    • στάξιμο
    3
  3. Αντώνυμα
    • πλημμύρα
    • χείμαρρος
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρή ποσότητα υγρού που πέφτει ή κρέμεται.
    • Το αποτέλεσμα της σταγονιδοποίησης ενός υγρού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μια στάλα νερού έπεσε στο πάτωμα.
    • Οι στάλες της βροχής χτυπούσαν στα παράθυρα.
    2