Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στάλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σάλα
)
Συνώνυμα
σταγόνα
λίγδα
στάξιμο
3
Αντώνυμα
πλημμύρα
χείμαρρος
2
Ορισμός
Μικρή ποσότητα υγρού που πέφτει ή κρέμεται.
Το αποτέλεσμα της σταγονιδοποίησης ενός υγρού.
2
Παραδείγματα
Μια στάλα νερού έπεσε στο πάτωμα.
Οι στάλες της βροχής χτυπούσαν στα παράθυρα.
2