1. Λέξη
    στήνω (ρήμα) - (παρόμοια: συστήνω)
  2. Συνώνυμα
    • τοποθετώ
    • εγκαθιστώ
    • συσκευάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσυνδέω
    • απομακρύνω
    • αποσυναρμολογώ
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση ή θέση.
    • Ετοιμάζω ή οργανώνω κάτι, όπως μια συσκευή ή μια συσκευή.
    • Συγκεντρώνω ή συναρμολογώ κάτι, όπως μια σκηνή ή μια έκθεση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Σήκωσα την κρεβατοκάμαρα για τους επισκέπτες.
    • Σήκωσα την τηλεόραση στο σαλόνι.
    • Σήκωσα μια σκηνή για το φεστιβάλ.
    3