Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στήνω (ρήμα) - (παρόμοια:
συστήνω
)
Συνώνυμα
τοποθετώ
εγκαθιστώ
συσκευάζω
3
Αντώνυμα
αποσυνδέω
απομακρύνω
αποσυναρμολογώ
3
Ορισμός
Τοποθετώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση ή θέση.
Ετοιμάζω ή οργανώνω κάτι, όπως μια συσκευή ή μια συσκευή.
Συγκεντρώνω ή συναρμολογώ κάτι, όπως μια σκηνή ή μια έκθεση.
3
Παραδείγματα
Σήκωσα την κρεβατοκάμαρα για τους επισκέπτες.
Σήκωσα την τηλεόραση στο σαλόνι.
Σήκωσα μια σκηνή για το φεστιβάλ.
3