1. Λέξη
    στύση (ουσιαστικό)
  2. Συνώνυμα
    • ερέθισμα
    • διέγερση
    • έξαρση
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαλάρωση
    • αποσυμπίεση
    • ηρεμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η φυσιολογική ή παθολογική διόγκωση των αιμοφόρων αγγείων ενός ιστού, ιδιαίτερα των γεννητικών οργάνων.
    • Η διαδικασία ή η κατάσταση της διέγερσης και της ετοιμότητας για σεξουαλική δραστηριότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η στύση είναι μια φυσιολογική αντίδραση του ανδρικού σώματος.
    • Παθήσεις όπως ο διαβήτης μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στύσης.
    2