1. Λέξη
    στενοχώρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στεναχώρια - στενοχωρώ)
  2. Συνώνυμα
    • αγχος
    • ανησυχία
    • ένταση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • χαλάρωση
    • ανεμελιά
    3
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση της πίεσης ή του άγχους, συχνά λόγω προβλημάτων ή δυσκολιών.
    • Μια κατάσταση ψυχολογικής ή συναισθηματικής πίεσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η στενοχώρια που ένιωθε ήταν αφόρητη μετά την απώλεια του αγαπημένου του προσώπου.
    • Μετά την αποτυχία στις εξετάσεις, τον κυριάρχησε μια βαθιά στενοχώρια.
    2