1. Λέξη
    στραγγαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια: στραγγαλισμός - στραγγαλιστής)
  2. Συνώνυμα
    • πνίγω
    • αποπνίγω
    • σφίγγω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερώνω
    • ανακουφίζω
    • χαλαρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Πιέζω κάποιον ή κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσω ασφυξία ή δυσκολία στην αναπνοή.
    • Καταπιέζω ή περιορίζω κάτι με βίαιο ή αυστηρό τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δράστης προσπάθησε να στραγγαλίσει το θύμα με ένα σχοινί.
    • Η αυστηρή νομοθεσία στραγγαλίζει την οικονομική ανάπτυξη.
    2