Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στραγγαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
στραγγαλισμός
-
στραγγαλιστής
)
Συνώνυμα
πνίγω
αποπνίγω
σφίγγω
3
Αντώνυμα
απελευθερώνω
ανακουφίζω
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Πιέζω κάποιον ή κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσω ασφυξία ή δυσκολία στην αναπνοή.
Καταπιέζω ή περιορίζω κάτι με βίαιο ή αυστηρό τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο δράστης προσπάθησε να στραγγαλίσει το θύμα με ένα σχοινί.
Η αυστηρή νομοθεσία στραγγαλίζει την οικονομική ανάπτυξη.
2