Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπίπτω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμπίεση
)
Συνώνυμα
συμβαίνω
ταυτίζομαι
συνυπάρχω
3
Αντώνυμα
διαφέρω
αποκλίνω
αντιτίθεμαι
3
Ορισμός
Να συμβαίνει ταυτόχρονα ή να ταυτίζεται με κάτι άλλο.
Να έχουν κοινά σημεία ή να συγκλίνουν σε κάποιο σημείο.
Να συμφωνώ ή να ταιριάζω με κάτι.
3
Παραδείγματα
Οι γιορτές των δύο θρησκειών συμπίπτουν φέτος.
Οι απόψεις μας συμπίπτουν σε αυτό το θέμα.
Οι δύο γραμμές συμπίπτουν στο σημείο τομής τους.
3