1. Λέξη
    συμπίπτω (ρήμα) - (παρόμοια: συμπίεση)
  2. Συνώνυμα
    • συμβαίνω
    • ταυτίζομαι
    • συνυπάρχω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαφέρω
    • αποκλίνω
    • αντιτίθεμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να συμβαίνει ταυτόχρονα ή να ταυτίζεται με κάτι άλλο.
    • Να έχουν κοινά σημεία ή να συγκλίνουν σε κάποιο σημείο.
    • Να συμφωνώ ή να ταιριάζω με κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι γιορτές των δύο θρησκειών συμπίπτουν φέτος.
    • Οι απόψεις μας συμπίπτουν σε αυτό το θέμα.
    • Οι δύο γραμμές συμπίπτουν στο σημείο τομής τους.
    3