Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπαράσταση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράσταση
-
αναπαράσταση
)
Συνώνυμα
υποστήριξη
βοήθεια
παρηγοριά
ενίσχυση
4
Αντώνυμα
εγκατάλειψη
απομόνωση
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η πράξη του να βοηθάς ή να στηρίζεις κάποιον σε δύσκολες στιγμές.
Η παρουσία ή η βοήθεια που προσφέρεται σε κάποιον που βρίσκεται σε ανάγκη.
2
Παραδείγματα
Η συμπαράσταση των φίλων του τον βοήθησε να ξεπεράσει τη δυσκολία.
Σε περιόδους πένθους, η συμπαράσταση της οικογένειας είναι απαραίτητη.
2