Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνάνθρωπος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άνθρωπος
-
χιονάνθρωπος
-
απάνθρωπος
-
λυκάνθρωπος
-
φιλάνθρωπος
-
παλιάνθρωπος
-
υπεράνθρωπος
)
Συνώνυμα
συμπολίτης
συγγενής
συμπατριώτης
3
Αντώνυμα
εχθρός
αντίπαλος
ξένος
3
Ορισμός
Άτομο που ανήκει στην ίδια ανθρώπινη κοινότητα ή φυλή.
Άνθρωπος που ζει στην ίδια κοινωνία ή χώρα με κάποιον άλλον.
Άτομο που μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά ή συνθήκες με άλλους.
3
Παραδείγματα
Ο συνάνθρωπός μου δούλεψε σκληρά για να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής στην κοινότητά μας.
Πρέπει να δείχνουμε σεβασμό στους συνανθρώπους μας, ανεξάρτητα από τη διαφορά τους.
Οι συνάνθρωποι πρέπει να στηρίζουν ο ένας τον άλλο σε δύσκολες στιγμές.
3