1. Λέξη
    συνέπεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνέργεια - συνήθεια - συντέλεια)
  2. Συνώνυμα
    • συνοχή
    • συνέχεια
    • ακολουθία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασυνέπεια
    • αναντιστοιχία
    • ασυμφωνία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι συνεπές, δηλαδή να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με τρόπο που είναι σταθερός και συμβατός με προηγούμενες ενέργειες ή δηλώσεις.
    • Η ιδιότητα ενός συστήματος ή μιας θεωρίας να μην περιέχει αντιφάσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συνέπεια στις απόψεις του τον έκανε αξιόπιστο.
    • Η συνέπεια της θεωρίας επιβεβαιώθηκε από τα πειράματα.
    2