Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συναίνεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συναίσθηση
-
συνα
)
Συνώνυμα
συμφωνία
συγκατάθεση
έγκριση
3
Αντώνυμα
διαφωνία
απόρριψη
αντίθεση
3
Ορισμός
Η πράξη της συμφωνίας ή της αποδοχής μιας πρότασης ή ιδέας.
Η έγκριση ή η άδεια που δίνεται για κάτι.
2
Παραδείγματα
Η συναίνεση του δημοτικού συμβουλίου ήταν απαραίτητη για την έγκριση του έργου.
Χωρίς τη συναίνεση των γονέων, τα παιδιά δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην εκδρομή.
2